- λογοθετῶ
- λογοθετέωcall to accountpres subj act 1st sg (attic epic doric)λογοθετέωcall to accountpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογοθετώ — λογοθετῶ, έω (AM) [λογοθέτης] 1. καλώ κάποιον σε λογαριασμό 2. παθ. λογοθετοῡμαι καλούμαι να δώσω λογαριασμό, ελέγχομαι μσν. ασκώ το αξίωμα τού λογοθέτη αρχ. τηρώ λογαριασμούς … Dictionary of Greek